- εύσημο(ν)
- το похвальная грамота, похвальный лист (в школе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εύσημος — η, ο (ΑΜ εὔσημος, ον Α και εὔσαμος, ον) λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύσημο ή τα εύσημα διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση μσν. (για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί… … Dictionary of Greek